- προδωσείω
- προδωσείω, Desiderat. of προδίδωμι,A wish to betray,
προδωσείοντι ἔοικε Dam.Isid.173
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδωσείοντι ἔοικε Dam.Isid.173
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προδωσείω — Μ (εφετ. τ. τού προδίδω) θέλω να προδώσω, να γίνω προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδωσ τού προδίδω μι + εφετική κατάλ. (σ)είω (πρβλ. πολεμη σείω)] … Dictionary of Greek